σκάζω

σκάζω
(I)
ΜΑ
(κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.)
αρχ.
1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα
κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ.
β. «εἰρήνη ἀτελὴς καὶ οἶον σκάζουσα», Αγαθ.)
2. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ σκάζων
τρίμετρος κανονικός ιαμβικός στίχος, με τον τελευταίο πόδα του σπονδείο ή τροχαίο, τον οποίο χρησιμοποίησε ο Ιππώναξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάζω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)keng- «κουτσαίνω, λοξός» (πρβλ. αρχ. ινδ. khanjati «κουτσαίνω», δαν. shank «κουτσός», γερμ. hinken «κουτσαίνω») και εμφανίζει φωνηεντισμό -α-, ο οποίος είτε οφείλεται στον λαϊκό χαρακτήρα τής λ. είτε προέρχεται από το φωνηεντικό -n- τής συνεσταλμένης βαθμίδας (*skng-). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η ρίζα αυτή προέρχεται από έναν ονοματικό τ. τής ΙΕ που δηλώνει κάποιο μέρος τού ποδιού (πρβλ. νορβ. skank «μηρός», γερμ. Schenkel «μηρός», Schinken «χοιρομέρι», γαλλ. hanche «γοφός»)].
————————
(II)
και σκάω και σκάνω και σκω Ν
1. (μτβ.) προκαλώ ράγισμα σε κάτι, κάνω κάτι να ραγίσει (α. «σκάζω τη φούσκα» β. «έσκασε τα σπυριά»)
2. (αμτβ.) παθαίνω ρήγμα, άνοιγμα (α. «έσκασε το λάστιχο τού ποδηλάτου» β. «έσκασαν τα χείλια μου από το κρύο και τον αέρα» γ. «έσκασε ο τοίχος»)
3. διαρρηγνύομαι (α. «έσκασε δίπλα του μια οβίδα» β. «έσκασαν τα ρόδια)
4. αναφαίνομαι, φανερώνομαι (α. «έσκασε το δοντάκι τού παιδιού» β. «έσκασε ο ήλιος» γ. «έσκασαν τα μπουμπούκια τής τριανταφυλλιάς»)
5. (για φυτά και δένδρα) αρχίζει η ανθοφορία μου, βρίσκομαι στην πρώτη άνθηση, ανοίγω («η λωλή αμυγδαλιά πριν τον Μάρτην ήσκασε, ήσκασε κι απόσκασε και καρπόν δεν έκαμε», δημ. δίστιχο)
6. μτφ. α) προξενώ μεγάλη στενοχώρια, υπερένταση ή αγωνία σε κάποιον (α. «με την επιμονή του σκάει και γάϊδαρο» β. «μ' έσκασε αυτό το παιδί με το πείσμα του»)
β) έχω μεγάλη στενοχώρια, βρίσκομαι σε υπερένταση ή αγωνία (α. «σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι
θ. «έσκασε από το κακό του» γ. «πάει να σκάσει από τη ζήλεια της» δ. «μη σκάνεις και όλα θα διορθωθούν» ε. «έσκασε το παιδί από το κλάμα» — στ. «κοντεύω να σκάσω από τη ζέστη»)
7. χτυπώ ισχυρά και ηχηρά (α. «τού 'σκασε ένα χαστούκι» β. «θα σού σκάσω έναν μπάτσο»)
8. (το β' πρόσ. τής προστ. αορ. ως βάναυση προσταγή) σκάσε και σκάστε
μη μιλάς, μη μιλάτε, βούλωσ' το, βουλώστε το
9. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) σκασμένος, -η, -ο
κακομαθημένος
10. φρ. α) «έσκασε στα γέλια» — ξέσπασε σε ακράτητα γέλια, γέλασε κατά κόρον
β) «τής έσκασε ένα φιλί» — τή φίλησε
γ) «έσκασε κανόνι» — δεν πλήρωσε
δ) «το έσκασε από το σχολείο [ή από το σπίτι ή από τη φυλακή]» — έφυγε κρυφά, δραπέτευσε
ε) «τού σκασε ένα χιλιάρικο γι' αυτήν τη δουλειά» — τού πλήρωσε
στ) «τού σκασε το μυστικό» — τού φανέρωσε το μυστικό
ζ) «σκάζω από το [πολύ] φαγητό» — τρώγω κατά κόρον
η) «να σκάσεις και να πλαντάξεις» — λέγεται ως ένδειξη αδιαφορίας και περιφρόνησης ή ως κατάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σχάζω* «σχίζω, ανοίγω οπή». Για την τροπή τού -χ- σε -κ- πρβλ. μασχάλη: μασκάλη, σχίζω: σκίζω. Ο τ. σκάνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έσχασα τού σχάζω κατά το σχήμα: αμάρτησα: αμαρτάνω, έφτασα: φτάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκάζω — και σκάνω και σκάω έσκασα, σκασμένος 1. μτβ., προκαλώ ρήγμα: Του έσκασαν το μπαλόνι και κλαίει. 2. μτφ., στενοχωρώ πολύ κάποιον: Τον έσκασε αυτό το παιδί με το πείσμα του. 3. αμτβ., παθαίνω ρήγμα: Έσκασαν οι τοίχοι από το σεισμό. – Έσκασαν τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάζω — 1 → δες σκιάζω 2 έσκασα, σκασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σκάω – σκάζω : ο τύπος σκάζω είναι λιγότερο συχνός από τον τύπο σκάω, ο οποίος κυριαρχεί και στις διάφορες εκφρ., όπως το σκάω, τα σκάω, σκάω μύτη κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκάζω — limp pres subj act 1st sg σκάζω limp pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάζον — σκάζω limp pres part act masc voc sg σκάζω limp pres part act neut nom/voc/acc sg σκάζω limp imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σκάζω limp imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάζῃ — σκάζω limp pres subj mp 2nd sg σκάζω limp pres ind mp 2nd sg σκάζω limp pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάσῃ — σκάζω limp aor subj mid 2nd sg σκάζω limp aor subj act 3rd sg σκάζω limp fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαζόμενον — σκάζω limp pres part mp masc acc sg σκάζω limp pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάζει — σκάζω limp pres ind mp 2nd sg σκάζω limp pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάζοντα — σκάζω limp pres part act neut nom/voc/acc pl σκάζω limp pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάζοντι — σκάζω limp pres part act masc/neut dat sg σκάζω limp pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”